- νευράξονας
- οανατ.1. επιμήκης μεμονωμένη αποφυάδα τού κυτταρικού σώματος τού νευρώνα η οποία εκφύεται γενικά από το αντίθετο μέρος τών δενδριτών, περιέχει μιτοχόνδρια, νευρικά σωληνάρια, νευρικά ινίδια και άκοκκο ενδοπλασματικό δίκτυο και καταλήγει σε απλή ή εκτεταμένη διακλάδωση και η οποία εξασφαλίζει τη μεταγωγή τού νευρικού παλμού, αλλ. νευρίτης.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. nevraxe < νευρ(ο)-* + άξονας. Η λ. μαρτυρείται από το 1879 στον Περ. Γρηγοριάδη].
Dictionary of Greek. 2013.